καλοκυρά — η συν. στον πληθ. οι καλοκυράδες 1) οι ευμενείς Μοίρες, οι αγαθές δυνάμεις, κν. νεράιδες 2) αρχόντισσες … Dictionary of Greek
καλοκυρά — η νεράιδα: Πολλοί διηγούνται πως είδαν καλοκυράδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)